κνησμός

κνησμός
ο (AM κνησμός) [κνω]
ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.)
αρχ.
1. αμυχή, γρατσούνισμα
2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός
3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ ὀργῆς καὶ ζηλοτυπίας ἐγγένηται», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κνησμός — itching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμός — ο μυρμηκίαση, φαγούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • κνησμοῖς — κνησμός itching masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοί — κνησμός itching masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοῦ — κνησμός itching masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμούς — κνησμός itching masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμῶν — κνησμός itching masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμῷ — κνησμός itching masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”