- κνησμός
- ο (AM κνησμός) [κνω]ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.)αρχ.1. αμυχή, γρατσούνισμα2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ ὀργῆς καὶ ζηλοτυπίας ἐγγένηται», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.